Πολλοί παράγοντες επηρεάζουν και διαμορφώνουν σήμερα την ενεργειακή πολιτική και τη ρύθμιση της ενεργειακής αγοράς. Πρώτον, η αύξηση του πληθυσμού της γης καθώς και η συνεχής ανάπτυξη προκαλούν αύξηση της ενεργειακής ζήτησης, η οποία με τη σειρά της προκαλεί αύξηση των τιμών της ενέργειας (το 2035 υπολογίζεται ότι το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα είναι κατά 50% υψηλότερο από το αντίστοιχο στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και 3 φορές υψηλότερο συγκριτικά με εκείνο της Κίνας). Επιπλέον, προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες των πολιτών της σε ενέργεια, η Ευρωπαϊκή Ένωση αναγκάζεται να εισάγει ορυκτά καύσιμα. Η εξάρτησή της αυτή σε ορυκτά καύσιμα (50% σήμερα, 65% το 2030) θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια εφοδιασμού, ενώ η υπερκατανάλωση ορυκτών καυσίμων συνδέεται με τις εκπομπές αερίων ρύπων που προκαλούν το φαινόμενο της αλλαγής θερμοκρασίας του πλανήτη. Υπό μια ευρύτερη σκοπιά, η έκρηξη ανάπτυξης από την εκμετάλλευση του σχιστολιθικού αερίου στις ΗΠΑ και η δυσπιστία ως προς την εκμετάλλευση της πυρηνικής ενέργειας μετά το ατύχημα της Φουκουσίμα του 2011 αποτελούν σημαντικές παραμέτρους στη διαδικασία λήψης των ενεργειακών αποφάσεων στην Ευρώπη. Τέλος, αξίζει να επισημανθεί ότι η αναγκαιότητα για εξεύρεση νέων μοχλών ανάπτυξης και βελτίωσης της οικονομίας, όπως επίσης και μιας διόδου που θα οδηγήσει στην έξοδο από την κρίση συγκεντρώνει την απαραίτητη προσοχή και λαμβάνεται εξίσου υπόψη από τους Ευρωπαϊκούς φορείς.
Συνοψίζοντας, οι υψηλές τιμές ενέργειας, η εξάρτηση της Ευρώπης από τα ορυκτά καύσιμα, η υψηλή ενεργειακή ζήτηση και η ανάγκη για μείωση των εκπομπών αερίων ρύπων οδήγησαν την Ευρωπαϊκή Ένωση στη λήψη καινοτόμων μέτρων προς μια βιώσιμη ανάπτυξη, μέσω της υιοθέτησης μέτρων ενεργειακής αποδοτικότητας και της προώθησης νέων τεχνολογιών που παράγουν καθαρή ενέργεια στο πλαίσιο μιας απελευθερωμένης αγοράς ενέργειας, όπου θα εφαρμοστεί αποτελεσματικός ανταγωνισμός μεταξύ των νεοεισερχόμενων εταιρειών. Στο άμεσο μέλλον, οι εθνικές αγορές ενέργειας των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα ενοποιηθούν σχηματίζοντας μια ενιαία εσωτερική αγορά. Σε αυτό το πλαίσιο, απαιτείται ιδιαίτερα προσεκτική ανάλυση όσον αφορά στην εξεύρεση ορθολογικών τρόπων διείσδυσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στις εθνικές αγορές και κατά συνέπεια στην «ενιαία» ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας.